- αγεωγράφητος
- η , ο [ος , ον ]1) не знающий географии; 2) неисследованный, неописанный (о стране и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγεωγράφητος — η, ο [γεωγραφώ] 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις 2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά 3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
αγεωγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία. 2. αυτός που δεν περιγράφηκε γεωγραφικά: Σήμερα δεν υπάρχουν πια χώρες αγεωγράφητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)